- παρενήνοθε
- παρενήνοθε,A = παράκειται, ἡμετέρη . . τοίη π. μῆτις A.R.1.664 ; of. ἐνήνοθε.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρενήνοθε — Α (γ εν. πρόσ. παρακμ. με σημ. ενεστ.) παράκειται … Dictionary of Greek
παρενήνοθε — παρά ἐνήνοθε perf imperat act 2nd sg παρά ἐνήνοθε perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)